λάριξ

λάριξ
(Larix). Γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων της υποοικογένειας laricoideae, της οικογένειας pinacea. Το γένος λ. περιλαμβάνει 11 είδη, τα οποία απαντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Είναι το μοναδικό κωνοφόρο των αλπικών περιοχών που χάνει τα φύλλα του τον χειμώνα. Φτάνει σε ανώτατο ύψος 30 μ. και έχει πυραμιδοειδή κόμη, σχηματισμένη από βλαστούς που φέρουν βελονοειδή, πράσινα (σχεδόν διαφανή) φυλλάρια, ενωμένα κατά δέσμες. Οι νεαροί κλαδίσκοι έχουν κλίση προς τα κάτω. Οι θήλεις ίουλοι είναι ιώδεις, ενώ αντίθετα οι άρρενες είναι κιτρινοπρασινωποί. Οι σπόροι ωριμάζουν κατά τον Οκτώβριο και περιέχονται σε τεφροκαστανούς κώνους μήκους 3 έως 4 εκ. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το χρυσοκίτρινο χρώμα που παίρνουν οι λ. κατά το φθινόπωρο, καθώς οι ακτίνες του ήλιου περνούν μέσα από τους αραιούς βλαστούς τους. Το ξύλο του λ. είναι ασαπές και ανθεκτικό, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται σε πολλές κατασκευές: σπίτια, βάρκες, επενδύσεις τοίχων, παράθυρα, πόρτες, πατώματα κ.ά. Συστάδα από λάρικες, κωνοφόρα δέντρα των Άλπεων.
* * *
η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις …   Dictionary of Greek

  • Lärche (2), die — 2. Die Lärche, plur. die n, oder der Lärchenbaum, des es, plur. die bäume, eine Art Fichten, mit vielen unzählbaren Nadeln, welche wie ein Quast aus Einem Puncte und aus Einer Scheide wachsen; Pinus Larix L. Leerbaum, Lärbaum, Leertanne,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • λάρικα — η βοτ. βλ. λάριξ …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ψευδολάριξ — ικος, η, Ν (λόγιος τ.) βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudolarix < pseudo (< ψευδ[ο] *) + λάριξ] …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλα — Φυτά εφοδιασμένα με όργανα που έχουν μικρή διάρκεια ζωής, σε σύγκριση με τον βιολογικό κύκλο του ίδιου του φυτού. Για παράδειγμα ο κάλυκας της κοινής παπαρούνας των αγρών, πέφτει μόλις τα πέταλα αρχίζουν να ανοίγουν. Αλλά πολύ σημαντικότερο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”